- επικτώμαι
- ἐπικτῶμαι, -άομαι (Α)1. αποκτώ επιπλέον («τριήρεις κέκτησθε πολλάς καὶ πάτριον ἡμῑν ἐστιν ἐπικτᾱσθαι», Ξεν.)2. φρ. «ἀρχὴν ἐπικτῶμαι» — επεκτείνω την κυριαρχία μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικτῶμαι — ἐπικτάομαι gain pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἐπικτάομαι gain pres ind mp 1st sg ἐπικτάομαι gain pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) ἐπικτάομαι gain pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἐπικτάομαι gain pres ind mp 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… … Dictionary of Greek
προσεπικτώμαι — άομαι, ΜΑ αποκτώ κάτι επιπροσθέτως («προσεπικτῶμαι τιμήν», Ιώσ.) αρχ. προστίθεμαι επί πλέον («προσεπικτωμένου Κροίσου Λυδοῑσι [τινάς]»>, Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπικτῶμαι «αποκτώ»] … Dictionary of Greek